Το Αγκίστρι

Εκείνοι που είχαν την καλοσύνη, ή το περίσσευμα χρόνου, να του κάνουν την κηδεία, να του πληρώσουν τη παραμονή στο νεκροτομείο, να πληρώσουν τον εφημέριο, τους νεκροθάφτες και τη νεκροφόρα που μετέφερε τη σωρό του από την εστία των αστέγων μέχρι το νεκροταφείο, ήταν κατά κάποιον τρόπο δίδυμοι αδερφοί του. Δίδυμοι διαφορετικών μανάδων, φύλων και θρησκειών. Η μοναδική διαφορά τους με αυτόν ήταν ότι όλοι εκείνοι είχαν ονόματα, ή τουλάχιστον παρατσούκλια, κληρονομημένα ο καθένας από τη γενέτειρά του ή από κάποιο ιδιαίτερο ανδραγάθημα σε τούτη τη χώρα. Ενώ αυτόν τον ήξεραν μόνο ως «Εκείνος που δεν του γαυγίζουν οι σκύλες». Διότι ήταν ο μόνος άνθρωπος που όταν εμφανιζόταν στην αυλή μπροστά από τους θαλάμους, στο παράθυρο, στο εστιατόριο, στο διάδρομο που οδηγούσε στην πόλη, είτε μέρα είτε νύχτα, οι σκύλες του περίγυρου, πάντα γκαστρωμένες, λεχώνες και πεινασμένες, δεν τον τιμούσαν με τα γαβγίσματά τους. Ίσως εκείνος να γνώριζε τη γλώσσα των σκυλιών.

Ο εφημέριος με συνοδεία δυο τυχαίους ψάλτες, συγχώρεσε την ψυχή του με το αμαρτωλοί εκούσιοι και ακούσιοι, κουνώντας το θυμιατό σαν να έσπερνε, ύστερα έκανε το σταυρό στον αέρα πάνω από το άψυχο κεφάλι του νεκρού μετανάστη και έκανε νεύμα στους νεκροθάφτες να κατεβάσουν το φέρετρο στη γη.

Το χώμα σαν να έγινε ξαφνικά αφράτο, χωρίς να δώσει με τίποτα την ιδέα ότι παρέμενε εξίσου αδηφάγο ασχέτως το ποιον έθαφταν, και ορισμένοι από τους παρευρισκόμενους είπαν ότι η ξένη γη δεχόταν με σχετικό οίκτο τους αλλοδαπούς.

Όταν έκλειναν το φέρετρο ένα από τα κορίτσια έσκουξε και χύθηκε πάνω σε εκείνον που έβαζε τις πρόκες.

- Όχιιι, φώναξε. Τώρα θυμήθηκα. Ένα πρωινό, καθώς επέστρεφε από το ψάρεμα, μου άνοιξε την καρδιά του και…

- Και; ρώτησε ένας ηλικιωμένος μετανάστης.

- Επιθυμούσε να αποτεφρωθεί. Ναι, ναι. Και την τέφρα του να τη σκόρπιζαν στη θάλασσα.

- Σε ποια θάλασσα; ρώτησε ένας άλλος. Πού ξέρεις εσύ ότι επρόκειτο για τούτη τη θάλασσα;

- Και να τον πάμε σε άλλη θάλασσα δεν έχουμε χρήματα.

- Στη θάλασσα, γενικά, επέμενε το κορίτσι. Ήταν η τελευταία του επιθυμία. Ίσως… μπορεί να την έχει γράψει κάπου στο μπλοκάκι.

Ο εφημέριος δυσφόρησε. Το απαγορευόταν να διαβάσει έναν θνητό που είχε σκεφτεί να αποτεφρωθεί.

- Διαβάστε τον εσείς, είπε. Εγώ τη δουλειά μου την τελείωσα αισίως.

Ανέβασαν ξανά το φέρετρο στο αυτοκίνητο και ξεκίνησαν για το κρεματόριο. Έρεπε να βιαστούν διότι, καθώς έλεγαν, σε αυτές τις παράξενες μεταθανάτιες ώρες το σώμα του νεκρού βάραινε μέχρι πενταπλάσια και ήταν αδύνατο να τον σηκώσεις. Πράγμα που επιβεβαιώθηκε στην είσοδο του κρεματόριου.

- Έγινε μολύβι, είπε η σκοπιά. Λες και ήρθαμε να λιώσουμε μολύβι, όχι άνθρωπο.

- Είμαστε ειρηνιστές, χαμογέλασε λοξά ένας από τους μετανάστες. Με το λιώσιμο και την παραγωγή μολυβιού ασχολιούνται άλλοι.

Ο Διευθυντής του κρεματόριου ζήτησες τα μαλλιά της κεφαλής για την καύση της σορού. Όλοι ήξεραν ότι τους τα έφταιγε η γλώσσα. Αν δεν ξέρεις καλά τη γλώσσα μιας χώρας πληρώνεις τα μαλλιά της κεφαλής. Στην περίπτωσή τους προσθέτονταν και ο φόρος αλλοδαπού, έτσι τον έλεγαν, δηλαδή η ευθύνη του κρεματόριου για ό,τι συνέπειες θα προκαλούσε το ξένο σώμα, δηλαδή άγνωστα δηλητήρια, αρώματα μη εξακριβωμένης ακόμα προέλευσης και συνεπειών, και τα λοιπά.

Καθώς στέκονταν λυπημένοι στην έρημη αυλή του κρεματόριου και ακολουθούσαν με το βλέμμα τους τις μαύρες τουλούπες του καπνού του πρώην φίλου τους, άναψαν από ένα τσιγάρο, σκυθρωποί. Ο καθένας έβλεπε σε εκείνες τις τουλούπες δικά του γεγονότα και επιθυμίες. Η καύση ήταν μια καλή λύση.

- Ο δύστυχος, είπε το κορίτσι. Θα μπορούσε να έχει μακρύτερη ζωή.

Ο πρεσβύτερος των μεταναστών έσφιξε τα χείλη.

- Γιατί; είπε. Για να ‘βγαιναν πιο μαύρες οι τουλούπες;

- Γλίτωσε, είπε μια γυναίκα. Εσύ όμως θα ήθελες να ζήσει περισσότερο. Τον αγαπούσες, ή όχι;

Το κορίτσι δεν απάντησε αμέσως. Σκούπισε τα δάκρια από την περίσταση και πρόσθεσε:

- Δεν ξέρω. Ίσως. Βασικά, όχι. Δεν ήταν μια αγάπη όπως οι άλλες. Αγαπούσε μιαν άλλη. Ένα κορίτσι από τη χώρα του.

- Αυτό δε σημαίνει ότι εσύ δεν μπορούσες να τον αγαπήσεις, ή όχι;

- Ίσως. Βασικά ήταν αδύνατο να τον αγαπήσεις δυνατά, φλογερά. Καταλαβαίνεις; Φαινόταν αμέσως ότι ήταν δοσμένος σε άλλη.

- Ενώ εκείνη η έρημη, ούτε που ξέρει ότι πέθανε, πρόσθεσε μια γυναίκα.

Το κορίτσι πρόσθεσε αφηρημένο:

- Ποια έρημη;

- Εκείνη που αγαπούσε, δηλαδή.

- Αχ, ναι… Πρέπει να ειδοποιήσουμε κι εκείνη. Να μη τον περιμένει τζάμπα.

Ο πρεσβύτερος της έριξε ένα βλέμμα επίπληξης.

- Ας το μάθει μόνη της, ψιθύρισε. Δεν μπορούμε να παίζουμε με την αναμονή μιας ερωτευμένης γυναίκας. Πού να ξέρουμε εμείς αν έχει εκείνη κάτι άλλο πιο πολύτιμο σε αυτή τη ζωή, εκτός από την αναμονή;

- Ναι, ναι, είπε η μια από τις γυναίκες. Ας το μάθει μόνη της. Θα δει ότι δε λαμβάνει ούτε νέα, ούτε τηλέφωνα… Θα τα βρει με τον εαυτό της, όπως όλες μας.

- Εμένα δεν μου πέθανε κανένας αγαπημένος στο εξωτερικό, είπε το κορίτσι.

- Ποτέ δεν είναι αργά, τη διέκοψε ο πρεσβύτερος.

Οι τουλούπες του φίλου είχαν καταλαγιάσει.

Ο πρεσβύτερος είχε το χρόνο και την ηρεμία να μετρήσει πόσοι ήταν.

Αποφάσισαν να ρίξουν στον κλήρο ποιος θα σκόρπιζε την τέφρα στη θάλασσα.

Ο κλήρος έπεσε σε μια γυναίκα που δεν είχε κλείσει ούτε μήνα στην ξενιτιά.

- Ξεκινάς με καλό ποδαρικό αυτή τη δουλειά, είπε το κορίτσι.

- Ποιο ντουλειά; παραξενεύτηκε η κληρούχος.

- Την Κόλαση, είπε ο πρεσβύτερος.

- Προέρχονταν από διαφορετικές χώρες και γλώσσες και συνεννοούνταν μετά βίας στη γλώσσα της χώρας υποδοχής. Δέχονταν τις γκάφες και τις εκφραστικές ελλείψεις ο ένας του άλλου χωρίς να εκφράσουν ούτε το πιο καλοπροαίρετο μειδίαμα.

- Να τη χαρείς, γέλασε ένας από τους υπαλλήλους του κρεματόριου παραδίδοντάς της την τεφροδόχο. Ο Θεός να την έχει καλά, στο νερό και στον αέρα!

- Να τη χαρεί η μάνα σου, τον αποπήρε ο πρεσβύτερος.

Πήγαν πεζοί μέχρι το μικρό κολπίσκο στη ακτή όπου «Εκείνος που δεν τον γαύγιζαν οι σκύλες» συνήθιζε να βουτάει κάθε πρωί, μετά τη δουλειά, με σκοπό να ψαρέψει, ή να καταπραΰνει τις τερατώδεις φαντασίες του νόστου.

Στη συνέχει ανέλαβε να σκορπίσει την τέφρα ο πρεσβύτερος. Σε εκείνον άξιζε, ίσως περισσότερο από όλους, εφόσον ήταν ο ακήρυχτος ιδρυτής αυτής της κοινότητας μεταναστών και τους είχε αντιμετωπίσει χωρίς να πουλήσει την ψυχή του μέσα στη θλίψη τόσων ονείρων του που είχαν γίνει στάχτη.

Οι γυναίκες είχαν συγκινηθεί. Θρηνούσαν στα πεταχτά τα νιάτα «Εκείνου που δεν γαύγιζαν οι σκύλες» και σκέφτονταν ότι, μέσα σε εκείνη τη ημερονύχτια γκρίζα παραζάλη, στα νυσταγμένα όνειρα για επιστροφή μια μέρα στην πατρίδα, ή στη σκέψη να μην επιστρέψουν ποτέ, θα περνούσαν όλοι με τη σειρά τους μέσα απ’ αυτή την τεφροδόχο.

Ο πρεσβύτερος φρόντιζε να μην παίρνει ο αέρας την τέφρα προς την ακτή αλλά να την πηγαίνει προς το νερό.

- Είναι όμως φοβερό να πιαστείς στο αγκίστρι, έσπασε την ησυχία μια ηλικιωμένη γυναίκα. Να είσαι ψάρι… Φανταστείτε: χωρίς χέρια, χωρίς καμία δυνατότητα να γλιτώσεις… με το αγκίστρι να σε έχει πιάσει από το λάρυγγα, από το στομάχι ή από τα πλεμόνια…

- Δεν μαζευτήκαμε να σκορπίσουμε την τέφρα του ψαριού, έκανε ένα μορφασμό ο πρεσβύτερος. Καλύτερα σκέψου τι σημαίνει να είσαι γονέας. Και κάπου μακριά, στην άκρη του κόσμου, κάτι άγνωστοι, ξένοι, να σκορπίζουν την τέφρα του γιου σου…

Ο πρεσβύτερος είχε διαπιστώσει πρώτος την απουσία Εκείνου που δε γαυγίζουν οι σκύλες. Ήταν αυτός που γνωστοποίησε το διευθυντή του στρατοπέδου και τους δύτες. Είχε βυθιστεί μαζί τους στα νερά, είχε περιηγηθεί άσκοπα ανάμεσα στους βράχους, στα φύκια και στα πεινασμένα καβούρια που είχε συναντήσει. Δεκαοκτώ μέτρα βάθους. Ωστόσο, αν και είχαν αντιληφθεί ότι Εκείνος που δεν τον γαυγίζουν οι σκύλες δεν είχε καμία πιθανότητα να ξαναζωντανέψει, είχαν εντυπωσιαστεί, όχι μόνο από το εξαίσιο χρώμα του κορμιού του, από την πλέον ζωντανή, ενθαρρυντική έκφραση των ματιών του, αλλά κι από την όψη των ματιών του. Ήταν ένα τεράστιο ψάρι, ίσα με μια βάρκα. Εκείνος που δεν τον γαύγιζαν οι σκύλες το είχε πιάσει στο αγκίστρι, και, για να μη το χάσει, είχε δέσει το νήμα γύρω από τη μέση του. Είχε διεισδύσει στα βάθη των υδάτων και είχε σταματήσει όταν ο κυνηγός του είχε ξεψυχήσει.

Ο πρεσβύτερος γνώριζε από καιρό αυτό το είδος ψαριού. Κάπου στα Βαλκάνια, και πιο πέρα, στην Κασπία Θάλασσα, το έλεγαν κοράνι. Ήταν σαρκοβόρο ψάρι. Όταν τύχαινε να πιαστεί στ’ αγκίστρι, πέθαινε από τη στενοχώρια. Τα χρώματα των λεπιών του μεταμορφώνονταν εντελώς, τόσο που νόμιζες ότι στ’ αγκίστρι είχε πέσει ένα άλλο ψάρι. Τούτο όμως δεν είχε θελήσει να πεθάνει και είχε διατηρήσει τα χρώματα που είχε από τότε που γεννήθηκε. Με τη ράχη γυρισμένη προς Εκείνον που δεν τον γαύγιζαν οι σκύλες, είχε περιμένει μέχρι το αίμα του μετανάστη να τρέξει από τ’ αυτιά, από τη μύτη, από το στόμα του, μέχρι που ο σπαραγμός του ψαρά να τελείωνε, μέχρι που ο πρεσβύτερος και οι δύτες να φτάσουν εκεί κάτω και να μείνουν έκπληκτοι. Τότε το ψάρι είχε φρουμάξει, είχε φύγει βαθύτερα, το αγκίστρι είχε ξεκοπεί από το σώμα του μαζί με ένα τμήμα από εντόσθια χρώματος λωτού. Μόνο εκείνη τη στιγμή, οι αργοπορημένοι διασώστες είχαν γυρίσει προς Εκείνον που δε γαύγιζαν οι σκύλες, και είχαν μείνει έκπληκτοι για δεύτερη φορά. Ήταν γυμνός, με κέρινο χρώμα, λαμπερός, περιστοιχισμένος από μια σειρά στεφάνων αγιότητας. Τα ψάρια και οι λοιπές ζωντανές υποθαλάσσιες υπάρξεις είχαν φάει μόνο το εσώρουχό του και το δερμάτινο βραχιόλι. Φαινόταν σαν μόλις να είχε βγει από την κοιλιά της μάνας του. Γεννημένος χωρίς παιδική ηλικία, στην ηλικία που είχε λίγο πριν πεθάνει, γύρω στα τριάντα, γεννημένος από μια μάνα που μπορεί να ήταν η ίδια η ζωή, ή ο ίδιος ο θάνατος.

Η τεφροδόχος άδειασε γρήγορα.

Η τέφρα είχε αναμειχθεί με τα αρμυρά νερά και είχε γίνει λάσπη.

«Από το χώμα ερχόμαστε και στο χώμα πάμε» είχε διαβάσει τόσες φορές ο εφημέριος.

Μόνο όταν η τεφροδόχος έμεινε άδεια, χωρίς ίχνος ούτε από κάποιο κομμάτι άκαυτου οστού, χωρίς τέφρα και σκόνη ονείρων, εκείνοι άρχισαν να αναρωτιούνται τι ήταν αυτό που είχε θολώσει τα μάτια Εκείνου που δε γαύγιζαν οι σκύλες. Έμοιαζε με προαίσθηση. Σαν να μη μπορούσε να ζήσει αν δεν έκανε βουτιές κάθε πρωί στον κολπίσκο, μόλις σχόλαγε από τη δουλειά. Ακόμα και στις απόκριες ντυνόταν ψάρι. Δεν τα έτρωγε όμως ποτέ. Τα ψάρια που έπιανε, τα κρατούσε για κάνα δυο ώρες σε ένα μεγάλο ενυδρείο, στο δωμάτιό του, ύστερε τα απελευθέρωνε. Αγαλλίαζε σαν παιδάκι όταν διαπίστωνε ότι τα ψάρια δεν είχαν λησμονήσει το κολύμπι. Δεν ήξερε άραγε ότι τα ψάρια και οι πνιγμένοι, ακόμα και να ξεχνούσαν το κολύμπι, τους το ξαναμάθαιναν τα κύματα; Ή μήπως είχε στοχεύσει να μεταφέρει στην ίδια τη Μοίρα την ιδέα ότι, αφού θα τον έπιανε το αγκίστρι, θα τον κρατούσε λιγάκι και θα τον απελευθέρωνε;

Επέστρεψαν από τον κολπίσκο γύρω στις τρεις τα μεσάνυχτα. Δεν πεινούσαν. Το εστιατόριο είχε κλείσει και ακόμα κι αν παρακαλούσαν, κανείς δεν θα τους έδιναν να φάνε εκτός ωραρίου.

Ο πρεσβύτερος ήθελε να καπνίσει ένα τσιγάρο, στριφτό.

Οι σκύλες βγήκαν από τα βρώμικα καλύβια τους και δεν έβγαλαν τσιμουδιά. Ίσως διότι δεν ήξεραν ποιον να μη γαυγίσουν. Εκείνος που αυτές δε γαύγιζαν ποτέ, την ήξερε εκείνη τη μαγική λέξη, σύμφωνα με την οποία «πιο εύκολα μπορείς να βγάλεις μια πορδή από τον πεθαμένο παρά ένα δολάριο από το μετανάστη». Και είχε προεξοφληθεί πριν πιάσει εκείνο το ψάρι ίσα με μια βάρκα. Κάτω από το ενυδρείο του δωματίου, σε ένα φάκελο, είχε αφήσει ένα χρηματικό ποσό. «Για τα μελλοντικά έξοδα», τόσο είχε γράψει πάνω στο φάκελο. Όταν ο πρεσβύτερος μέτρησε τα χρήματα και έκανε το λογαριασμό, διαπίστωσε ότι Εκείνος που δεν γαύγιζαν οι σκύλες είχε αφήσει απλήρωτο μόνο το σκόρπισμα της τέφρας. Πράγμα που εκείνοι το είχαν κάνει δωρεάν, τιμής ένεκεν προς εκείνον και προς τον εαυτό τους. Θα έπρεπε να ανέχονταν στο εξής τα απεγνωσμένα σκουξίματα των σκύλων, το σκούξιμό τους σαν σκούξιμο πεταμένων ψυχών, σκόρπια στον αέρα, στις αμμουδερές ακτές και στα αρμυρά νερά. Και να περίμεναν ποιος θα ηρεμούσε στο εξής το γαύγισμα εκείνων των σκύλων.

Δεν κολύμπησαν ξανά στον αγαπημένο κολπίσκο. Και όταν τους έβγαζε ο δρόμος από κει, κυρίως κατά τα χαράματα, ανάμεσα στα γαυγίσματα και στην κούραση που δεν θέλει να ξέρει ούτε για το τέλος του κόσμου, κουνούσαν τα κεφάλια, ο καθένας στη γλώσσα του, και έλεγαν ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει ποτέ να πιάνει ψάρια μεγαλύτερα από όσο πρέπει. Εκτός από τις περιπτώσεις που τα γαυγίσματα γίνονται πράγματι ανυπόφορα.

Μετάφραση: Τηλέμαχος Κώτσιας 

© 2011 Goethe Institut